- πόζα
- attitude
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
πόζα — η (λ. ιταλ.) 1. η φροντισμένη στάση μπροστά σε φωτογραφικό φακό. 2. στάση σκόπιμης σοβαρότητας ή ακαταδεξίας: Για δες πόζα που κρατάει! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόζα — η, Ν 1. προσεγμένη, προετοιμασμένη στάση που παίρνει κάποιος για να φωτογραφηθεί ή για να χρησιμοποιηθεί ως μοντέλο από καλλιτέχνη 2. προσποιητή σοβαρότητα, ακαταδεξιά 3. στάση τού σώματος κατά τη συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ.… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
ποζάτος — η, ο, Ν [πόζα] αυτός που παίρνει πόζα, που κάθεται ή περπατάει επιτηδευμένα σαν να ποζάρει … Dictionary of Greek
Βερακρούς — (Veracruz). Ονομασία πολιτείας και πόλης του Μεξικού. 1. Πολιτεία (επίσημη ονομασία Veracruz Llave, 72.815 τ. χλμ., 6.901.111 κάτ. το 2000) του ανατολικού Μεξικού η οποία απλώνεται κατά μήκος των ακτών του κόλπου του Μεξικού, από ΒΔ προς ΝΑ, στο… … Dictionary of Greek
διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… … Dictionary of Greek
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
ποζάρω — Ν 1. παίρνω στάση κατάλληλη για να φωτογραφηθώ ή για να χρησιμοποιηθώ ως μοντέλο από καλλιτέχνες 2. παίρνω προσποιητή στάση, συμπεριφέρομαι επιτηδευμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. posare (βλ. και λ. πόζα)] … Dictionary of Greek
στήσιμο — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στήνω, η τοποθέτηση ενός πράγματος σε κατακόρυφη, σε όρθια θέση 2. ίδρυση, θεμελίωση 3. προπαρασκευή, ετοιμασία, διοργάνωση («στήσιμο παράστασης») 4. (σχετικά με μηχανή) συναρμολόγηση 5. φροντισμένη στάση … Dictionary of Greek
Γουότεργκεϊτ, υπόθεση — (Watergate Affair). Ονομασία που δόθηκε στο σοβαρότερο πολιτικό σκάνδαλο των ΗΠΑ του 20ού αι. Η υ.Γ. έθεσε σε δοκιμασία τους συνταγματικούς θεσμούς της χώρας και οδήγησε στη μοναδική έως σήμερα παραίτηση προέδρου των ΗΠΑ. Η υ.Γ. έλαβε την… … Dictionary of Greek
Σίλερ, Γιόχαν Κρίστοφ Φρήντριχ φον- — (Schiller). Γερμανός ποιητής και δραματογράφος (Μάρμπαχ, Βυρτεμβέργη 1759 Βαϊμάρη 1805). Στο Λούντβιχσμπουργκ, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια του από το 1766, ο νεαρός Σ. μεγάλωσε σε επαφή με τη μεγαλοπρεπή αυλική ζωή και είχε την ευκαιρία… … Dictionary of Greek